- προπότης
- ὁ, Α [προπίνω]1. αυτός που πίνει εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου2. φρ. «προπόται θίασοι» — ομάδες πολιτών που πίνουν και ευθυμούν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπότας — προπότᾱς , προπότης one who drinks healths masc acc pl προπότᾱς , προπότης one who drinks healths masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)